- κυκλοτερῶς
- κυκλοτερήςmade round by turningadverbial (attic epic doric)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
κυκλοτερής — ές (Α κυκλοτερής, ές) στρογγυλός, κυκλικός («γράφουσι κυκλοτερή τήν οίκουμένην», Αριστοτ.). επίρρ... κυκλοτερώς (Α κυκλοτερῶς) κυκλικά. [ΕΤΥΜΟΛ. < κύκλος + τερής (< τείρω «εξαντλώ»] … Dictionary of Greek
ατέρμων — ον (Α ἀτέρμων, ον) [τέρμα] ο χωρίς τέρμα, ατέλειωτος («ατέρμονες συζητήσεις», «ἀτέρμων αἰών») νεοελλ. 1. υπερβολικά μεγάλος 2. ο χωρίς αρχή και τέλος, κυκλοτερής ή κινούμενος κυκλοτερώς αρχ. φρ. 1. «ἀτέρμων πέπλος» πέπλος αδιέξοδος, ραμμένος στον … Dictionary of Greek
κυκλικός — Ο στρογγυλός, εκείνος που έχει σχήμα κύκλου. (Ιατρ.) Ασθένεια που εμφανίζει διαδοχικά και με κανονικό τρόπο τις εκδηλώσεις της. Με την εκδήλωση των πρώτων συμπτωμάτων της μπορούν να προβλεφθούν αυτά που θα επακολουθήσουν. (Μουσ.) Όρος που… … Dictionary of Greek
κύκλος — Κάθε καμπύλη του επιπέδου που αποτελεί τον γεωμετρικό τόπο των σημείων του που ισαπέχουν από ένα ορισμένο σημείο. Αν Ε είναι ένα επίπεδο, Ο ένα σημείο του και ρ θετικός αριθμός, τότε υπάρχει ένας και μόνο ένας κ. του επιπέδου Ε με την ιδιότητα… … Dictionary of Greek
περιοδεύω — ΝΜΑ ταξιδεύω γύρω γύρω, περιέρχομαι, μετακινούμαι από τόπο σε τόπο, πηγαίνω σε όλα τα σημεία περιοχής (α. «οι υποψήφιοι βουλευτές περιοδεύουν στην ύπαιθρο» β. «οὕς ἐξαπέστειλεν ὁ Κύριος περιοδεῡσαι τὴν γῆν», Ωριγ.) νεοελλ. το ουδ. εν. ως ουσ. το… … Dictionary of Greek
στεφανηδόν — ΜΑ επίρρ. (τροπ.) σαν στεφάνη, όμοια με στεφάνη, κυκλοτερώς. [ΕΤΥΜΟΛ. < στεφάνη + επιρρμ. κατάλ. η δόν (πρβλ. μολπη δόν)] … Dictionary of Greek
ԲՈԼՈՐԱԿԱԲԱՐ — ( ) NBH 1 501 Chronological Sequence: 5c, 6c մ. κυκλοτερῶς rotunde, in circuitu Ի ձեւ բոլորակի. շուրջանակի. կըսկըլոր .... Տե՛ս եւ ԲՈԼՈՐԱԲԱՐ. *Սիրամարգն զտտունն բոլորակաբար շուրջ կացուցանէ զոսկէճաճանչն. Առ որս. ՟Է: *Շուրջ զինքեամբ բոլորակաբար… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)